- ψαμμακοσιογάργαροι
- -αι, -α, Α(στον Αριστοφ.) (κωμική λ.) αναρίθμητοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαμμακόσιοι + γάργαρα «πλήθος, αφθονία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαμμακοσιογάργαρα — ψαμμακοσιογάργαροι sand hundred neut nom/voc/acc pl ψαμμακοσιογάργαρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)